- εκγλύφανο
- Περιστροφικό κοπτικό εργαλείο. Βλ. λ. φρέζα.
* * *τοπεριστρεφόμενο οδοντωτό κοπτικό εργαλείο από χάλυβα που χρησιμοποιείται στην κατεργασία μετάλλων ή ξύλων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εκγλυπτικός — ή, ό χρήσιμος ή κατάλληλος για εκγλυφή («εκγλυπτική μηχανή» εκγλύφανο, φρέζα) … Dictionary of Greek
εκγλυφαίνω — κατεργάζομαι μέταλλο ή ξύλο με εκγλύφανο, φρεζάρω … Dictionary of Greek
εκγλύφανση — η το να εκγλυφανθεί κάτι, να υποστεί κατεργασία με εκγλύφανο … Dictionary of Greek
φρέζα — Εργαλειομηχανή που πραγματοποιεί το φρεζάρισμα, μηχανουργική κατεργασία στην οποία γίνεται εκμετάλλευση της περιστροφικής κίνησης ενός κυλινδρικού εργαλείου (φρέζα), στην περιφέρεια του οποίου υπάρχει μια σειρά κοπτικών πτερυγίων. Όταν το… … Dictionary of Greek